- σαρκωδῶν
- σαρκώδηςfleshymasc/fem/neut gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ακτινόζωα — Τάξη θαλάσσιων πρωτόζωων, της ομοταξίας των ριζοπόδων ή σαρκωδών. Είναι μικροσκοπικοί μονοκύτταροι οργανισμοί. Το σώμα τους αποτελείται από δύο μέρη: ένα εξωτερικό, το εκτόπλασμα, και μια κεντρική μάζα, το ενδόπλασμα, που περιέχει τον πυρήνα. Τα… … Dictionary of Greek
αμανίτης — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την Αθήνα. Σκοτώθηκε μόλις άρχισε η Επανάσταση σε συμπλοκή μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων κοντά στην Αθήνα. * * * ο (Α ἀμανίτης) 1. μύκητας, μανιτάρι 2. (συνήθως στον πληθυντικό) οἱ ἀμανῖται περιληπτική ονομασία όλων … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
μεταξοσκώληκας — Κοινή ονομασία της προνύμφης του λεπιδόπτερου εντόμου Bombyx ή Sericaria mori, της οικογένειας των βομβυκιδών, η οποία παράγει το μετάξι. Ο μ. έχει επίμηκες σώμα και τρέφεται αποκλειστικά με φυτά μουριάς. Η προνύμφη αυτή υφίσταται τέσσερις… … Dictionary of Greek
μυρμηκιασμός — μυρμηκιασμός, ὁ (Α) έκφυση σαρκωδών εκβλαστήσεων στο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο αρχ. *μυρμηκιάζω (πρβλ. νεοελλ. μυρμηγκιάζω)] … Dictionary of Greek
πηκτικός — ή, ό / πηκτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πηκτός] 1. αυτός που επιφέρει πήξη με πάγωμα, με ψύξη 2. αυτός που προκαλεί πήξη ή που συντελεί στην πήξη, στο πήξιμο νεοελλ. 1. (βιοχ.) χαρακτηρισμός οργανικών ουσιών οι οποίες αποτελούνται από γλυκίδια υψηλού… … Dictionary of Greek
πυρήνας — Δομικό συστατικό, που σε κάθε κύτταρο, ζωικό ή φυτικό, διαδραματίζει βασικό ρόλο στη σύνθεση των ειδικών πρωτεϊνών και στις διεργασίες αναπαραγωγής. Συνήθως πρόκειται για ένα σφαιρικό στοιχείο που, οροθετούμενο από μια δική του μεμβράνη,… … Dictionary of Greek
ριζομαστιγοφόρο — το, Ν συν. στον πληθ. τα ριζομαστιγοφόρα ζωολ. τάξη μαστιγοφόρων πρωτοζώων τών οποίων τα χαρακτηριστικά είναι κοινά με τα χαρακτηριστικά τών μαστιγοφόρων τών σαρκωδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhizomastigina (< ρίζα + μάστιγα +… … Dictionary of Greek
σολανίνη — η, Ν (βιοχ.) δραστικό τοξικό συστατικό τών φύλλων και τών σαρκωδών καρπών τών περισσότερων ειδών τού γένους φυτών σολανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. solanine < λατ. solanum (βλ. λ. σολανό) + κατάλ. ine] … Dictionary of Greek